παραφρυγανισμός

παραφρυγανισμός
ὁ, Α [παραφρυγανίπαραφρυγανισμός ζω]
η ανύψωση τών οχθών ενός οχετού με συσσώρευση φρύγανων και χώματος, η ενίσχυση τού προχώματος μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”